- καλυβόσπιτο
- το убогий домик, хибара, лачуга
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καλυβόσπιτο — το μικρό σπίτι που μοιάζει με καλύβι: Γκρέμισε αυτό το καλυβόσπιτο και φτιάξε κάνα καλύτερο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλυβόσπιτο — το μικρό και φτωχικό σπίτι που μοιάζει με καλύβα, αλλ. σπιτοκάλυβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλύβα + σπιτο (< σπίτι), πρβλ. κουκλό σπιτο, νοικοκυρό σπιτο] … Dictionary of Greek
Σιριονό — Φυλή Ινδιάνων, που κατοικούν στα τροπικά δάση της Ανατολικής Βολιβίας. Η γλώσσα τους ανήκει στην οικογένεια των Τουπιγκουαρανικών γλωσσών. Διατηρούν τη λατρεία διάφορων πνευμάτων. Οι Σ. είναι χωρισμένοι σε νομαδικές κοινότητες από 30 έως 120… … Dictionary of Greek